22/05/1967 – Το πτώμα του καταζητούμενου από τη χούντα Νικηφόρου Μανδηλαρά ”εξεβράσθη εις τας ακτάς της Ρόδου”…

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ
Με τον Δημήτρη Μαρούλη

 

Ντόπιοι ψαράδες βρίσκουν στην παραλία Γενναδίου της Ρόδου το πτώμα του Νικηφόρου Μανδηλαρά. Ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Δημοκρατικών Δικηγόρων Ελλάδος και υποψήφιος βουλευτής του ΠΑΜΕ στις Κυκλάδες (1961), ο Νάξιος νομικός, δημοσιογράφος και εκδότης εφημερίδας Ν. Μανδηλαράς έγινε γνωστός στο πανελλήνιο ως μαχητικός συνήγορος υπεράσπισης σε πολλές πολιτικές δίκες.

Γεννημένος στην Κόρωνο της Νάξου το 1928, ο Ν. Μανδηλαράς σε ηλικία 18 ετών είχε ήδη φάκελο πολιτικών φρονημάτων στην Ασφάλεια Σύρου, στον οποίο αναφερόταν ότι «εμφορείται υπό κομμουνιστικών φρονημάτων και δη με πλήρη κομμουνιστικήν κατάρτισιν» καθώς και ότι «ενήργει προπαγάνδαν και προσυλητισμόν των νέων εις τον κομμουνισμόν».

Σπούδασε νομικά και παράλληλα με τη δικηγορία αρθρογραφούσε σε αθηναϊκές εφημερίδες. Έγινε ευρύτερα γνωστός από την υπεράσπιση των ηγετών και στελεχών της Αριστεράς το 1959 και 1960, από την ενεργό συμμετοχή του στους 2 Ανένδοτους αγώνες, όπου, μιλώντας σε συγκεντρώσεις ξεσήκωνε τα πλήθη, υπερασπιζόμενος τα λαϊκά συμφέροντα και δίκαια σε όλα τα επίπεδα, αλλά και από τη δυναμική παρουσία του στις διαδηλώσεις για την εκτροπή και την Αποστασία του 1965.

Υπερασπίστηκε -αφιλοκερδώς- πολλές φορές πολίτες που διώκονταν για την πολιτική τους δράση και στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ ανέλαβε την υπεράσπιση των κατηγορουμένων. Κατά τη διάρκεια της πολύκροτης δίκης, αποκάλυψε ότι ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και η ομάδα του κρύβονταν πίσω από τη στημένη κατηγορία και ότι το επόμενο σχέδιο τους ήταν το πραξικόπημα. Σε μια θορυβώδη συνεδρίαση του Στρατοδικείου, ο Μανδηλαράς υποστήριξε ότι είχε στα χέρια του ιατρική γνωμάτευση, σύμφωνα με την οποία ο –μετέπειτα δικτάτορας- Γ. Παπαδόπουλος είχε ψυχιατρικό πρόβλημα και το έκρυβε. Η γνωμάτευση, αν και κατατέθηκε στο δικαστήριο εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από τη δικογραφία.

Μετά την επιβολή της δικτατορίας, προσπαθώντας να δραπετεύσει από την Ελλάδα, επιβιβάζεται στις 16/05/1967 στο πλοίο ”Rita V” και 6 ημέρες αργότερα βρίσκεται νεκρός στη Νοτιοδυτική πλευρά της Ρόδου. Κατά τη διατεταγμένη ιατροδικαστική έκθεση, ο Νικηφόρος Μανδηλαράς είχε πνιγεί, καθώς «στην προσπάθειά του να βγει στην ακτή, τραυματίστηκε στο κεφάλι πηδώντας από το πλοίο».

Ωστόσο, βάσει στοιχείων, που έγιναν αργότερα γνωστά, οι οικείοι και οι συναγωνιστές του δεν έπαψαν ποτέ να υποστηρίζουν ότι ο 39χρονος νομικός και εκδότης εφημερίδας, βγήκε στην ακτή όπου συνελήφθη και δολοφονήθηκε.

Το 1986 το Συμβούλιο Εφετών με βούλευμά του, χαρακτήρισε ως ανθρωποκτονία εκ προθέσεως τον θάνατό του και κατονόμασε ως ηθικούς αυτουργούς τους χουντικούς πρωτεργάτες Ι. Λαδά και Κ. Παπαδόπουλο, αδελφό του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου. Στο βούλευμα επισημαινόταν η ύπαρξη επαρκών στοιχείων για στοιχειοθέτηση εγκλήματος, η διερεύνηση των οποίων όμως δεν απέδωσε και η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο.

Γιος σμυριδεργάτη, ο Νικηφόρος Μανδηλαράς έζησε τα προβλήματα του τόπου του, τα οποία δημοσιοποίησε και προσπάθησε να επιλύσει μέσα από την αρθρογραφία του στην εφημερίδα “Ναξιακά Χρονικά”, της οποίας υπήρξε εκδότης και αρθρογράφος από τον Ιανουάριο του 1960 μέχρι το 1964. Βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των αγώνων των σμυριδεργατών την περίοδο 1955-1967 και συνέβαλε με τον λόγο, τη μαχητικότητα και τις ιδέες του στην εντατικοποίησή τους . Κι όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν για τους σμυριγλάδες, για τους εργάτες, για τους μετανάστες στην Αθήνα και στο εξωτερικό, ο Νικηφόρος Μανδηλαράς έγραφε στα “Ναξιακά Χρονικά” τον Ιούνιο του 1960: «Μασε τρώνε στο μέτρημα . Υστερνά διάβασα κι ευτά που μας είπενε (ο υπουργός) πως έχει λέει καθένας σας (σμυρίγλι αξίας) 8.000 δραχμές το χρόνο. Το ξαναδιάβασα, το΄ φερα από ’πα, τό ’φερα από ’κει σκέφτηκα, ξανασκέφτηκα και μού ’ρθενε νταμπλάς. Ήφριξα που το διάβασα, δε ντο πίστεβγα. Λέω του γιου μου, -βοή που μού ’ρθενε κι αμέ ίντα κάθομαι επά (στην Αθήνα) και κάνω. Σάλεβγε κι εσύ νά ’ρθεις κάτω, νά ’χω και σένα τσι 8.000 δρχ. να μη ντσι χάνομενε. Κι ήσκασεν’ α’ τα έλια ντου. Εώ να τρελαίνομαι κι εφτός να ελά. Εώ να μετρώ τα χιλιάρικα πού ’χανα κι εφτός να ελά και να σιούνταινε τα καντούνια τση κάμαρης. Ταχυτέρου του λέω: Πάω να βγάλω εισιτήριο ια κάτω. Σταματά τα έλια ο ιος μου και λέει: Μα δε ντρέπεσαι; Λέω, μα ιάντα να ντρέπομαι, ήκλεψα; Λέει, μα να σου πω, σήμερα άμα δε γκλέβγεις πρέπει να ντρέπεσαι. Τέλος πάντω. Υρίζει το λοιπό και μου λέει πως πρώτα-πρώτα δεν πρέπει να πιστέβγω ότι λέει ο Υπουργός ιατί σε μας εβρέθηνε ψεύτης. Κι ύστερα μην ξεχνάς πως υπάρχουνε πολλώ ειδώ λοαριασμοί. Ξέρεις πώς ήβγαλενε τσι 8.000 ο Υπουργός; Ας πούμενε, λέει, πως δουλέβγετε 9 αργάτες σ’ έναν αργολάβο και παίρνει καθένας σας 100 δραχμές τη μέρα, όλοι μαζί παίρνετε 900 δραχμές. Ο αργολάβος όμως βγάνει από σας ας πούμενε 600 δραχμές. Εσείς οι 9 κι εφτός παίρνετε τη μέρα 1.500 δραχμές. Ο Υπουργός λοιπό διαιρεί τσι 1.500 με το 10 (9 εργάτες και ο εργολάβος) και βγάνει 150 πως παίρνετε τη μέρα. Δηλαδή εκείνα που βγάνει ο αργολάβος τα βάνει πως τα παίρνετε μαζί. Στο μέτρημα μασε τρώνε. Ευτά που γλεντοκοπούνε και τρώνε οι κοιλαράδες τα βάζει πως τα τρώμενε μαζύ. Κατάαβες; Έμι κλέφτες, έμι και δυναμεοί. Ετσά είναι μαθές. Δουλεύγομενε εμείς (οι εργάτες), τα τρώνε ευτοί και στο τέλος μασε λένε πως τα τρώμενε μαζύ. Εμείς έχομενε τα χέρια κι’ ευτοί τα μαχαίρια. Ώσπου θα τά’ χουνε ευτοί, ετσά θα κρινούμαστενε. Κι εσύ πίζαβε (θεοπάλαβε), φώναζε Ζήτω».

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *