ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ
Με τον Δημήτρη Μαρούλη
Επίθεση κατά του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Αντώνη Σαμαρά, εξαπέλυσε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος, κατά την διάρκεια της πρώτης του προεκλογικής ομιλίας στο δημαρχείο Ιλίου.
«Έχουμε απέναντί μας τον κ. Σαμαρά και το κόμμα του που με άγχος προσπαθεί να λύσει προβλήματα εσωτερικών συσχετισμών χωρίς αυτοκριτική, χωρίς συνείδηση ευθύνης, για την κατάσταση στην οποία παρέδωσαν τη χώρα το 2009. Χωρίς συγκεκριμένη πρόταση και αξιοπιστία στην Ευρώπη ακόμα και στις συντηρητικές κυβερνήσεις που κυριαρχούν», επισήμανε ο κ. Βενιζέλος, ενώ, αναφερόμενος στην συσπείρωση που προσπαθεί να πετύχει η ΝΔ, την κατονόμασε ως «συσπείρωση ακραίων στοιχείων που επανέρχονται στην κοίτη τους στο όνομα μιας μικροπαραταξιακής επιδίωξης. Απέναντί μας λοιπόν έχουμε όχι ένα κεντροδεξιό μέτωπο, αλλά το μέτωπο της καθαρής και σκληρής δεξιάς, της καραδεξιάς».
«Η λύση είναι ισχυρό ΠΑΣΟΚ, που θα είναι εγγυητής της διακυβέρνησης, για μια κυβέρνηση με προοδευτικό πρόσημο και κορμό την υπεύθυνη κεντροαριστερά»», είπε ο πρόεδρος του Κινήματος , ο οποίος συνέχισε λέγοντας πως βλέπει το κόμμα του να είναι ο χώρος που μπορεί να χτίσει την Ελλάδα της προοπτικής και της ασφάλειας.
«Στο όνομα της αλήθειας δίνουμε την μάχη», επισήμανε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, υποστηρίζοντας, παράλληλα, ότι το ΠΑΣΟΚ ανοίγει μέτωπο «απέναντι σε κάθε εκδοχή της δημαγωγίας, του λαϊκισμού, της ανευθυνότητας, είτε αυτή η εκδοχή είναι δεξιά, ή ακροδεξιά» αλλά και απέναντι στις «αριστερές κομμουνιστογενείς εκδοχές της δημαγωγίας και του λαϊκισμού. Γιατί δεν είναι αριστερή στάση να δοκιμάζεις τα όρια της χώρας και να λες απροκάλυπτα ψέματα και να υπόσχεσαι εύκολους παραδείσους».
«Ο τόπος δεν κυβερνιέται στις 18 Ιουνίου χωρίς το ΠΑΣΟΚ και δεν εννοώ χωρίς τα γνωστά στελέχη στις καρέκλες, αλλά χωρίς την πολιτική πρόταση, την πλατφόρμα που έχει καταθέσει το ΠΑΣΟΚ εντός και διεθνώς. Η δική μας πολιτική είναι αυτή που μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση», ισχυρίστηκε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, υπογραμμίζοντας πως «τελείωσαν οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις και οι δύο πόλοι. Κανείς δεν μπορεί μόνος και κανείς δεν μπορεί χωρίς το ΠΑΣΟΚ, χωρίς την υπεύθυνη κεντροαριστερά».
Τέλος, ο κ. Βενιζέλος, απευθυνόμενος στον λαό, εξέφρασε την άποψη ότι «χωρίς αμφιβολία σας πικράναμε, πικραθήκαμε κι εμείς γιατί με πολύ μεγάλο συναισθηματικό κόπο αναγκαστήκαμε να πάρουμε δύσκολες αποφάσεις. Το κάναμε έχοντας στο μυαλό μας ένα πολύ συγκεκριμένο δρόμο για τη χώρα και τους Έλληνες , για να τους κάνουμε πιο ασφαλείς, πιο ευτυχισμένους. Ήταν δύσκολες οι επιλογές, πάρα πολύ δύσκολες. Και ο λαός άντεξε όσο άντεξε, τώρα είναι προφανές ότι έχει φτάσει στα όρια της αντοχής του, δεν μπορεί να δεχτεί άλλες θυσίες. Θέλει όμως να βρεθεί ένας τρόπος η Ελλάδα να είναι πάντα μια ευρωπαϊκή χώρα, μια χώρα με ευκαιρίες για τους πολίτες και ιδίως για τα παιδιά, να είναι μια χώρα ευνομούμενη, να είναι μια χώρα όπου λειτουργεί ένα κοινωνικό κράτος Δικαίου».
Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του προέδρου του ΠΑΣΟΚ στο δημαρχείο Ιλίου, έχει ως εξής:
«Φίλε Δήμαρχε, σε ευχαριστώ θερμά για την υποδοχή και για την προσφώνηση, όπως ευχαριστώ και όλους τους φίλους, όλες τις φίλες που είστε σήμερα εδώ, κυρίως τους ανώνυμους, τους απλούς πολίτες, βεβαίως και τους επίσημους που μας τιμούν με την παρουσία τους, την Τοπική Αυτοδιοίκηση, τους Βουλευτές μας, τους υποψηφίους μας, τα στελέχη της κοινωνίας.
Είπε ο Δήμαρχος ότι το γεγονός πως ξεκινάμε από εδώ, από το Ίλιον από τη Δυτική Αθήνα, είναι ένα μήνυμα που το καταλαβαίνει η Δυτική Αθήνα. Πρέπει να το αντιστρέψω αυτό: ξεκινάμε από εδώ, από τη Δυτική Αθήνα επειδή καταλάβαμε πάρα πολύ καλά το μήνυμα που μας έστειλε στις εκλογές στις 6 του Μάη.
Δεν ψήφισε το Ίλιον, δεν ψήφισε η Δυτική Αθήνα, δεν ψήφισε ο πονεμένος και απογοητευμένος Έλληνας πολίτης το ΠΑΣΟΚ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πήραμε διαζύγιο, ότι διαρρήξαμε τις σχέσεις μας. Η ψυχή του ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να πάλλεται εδώ, σε αυτές τις περιοχές.
Γιατί εμείς έχουμε ακατάλυτους δεσμούς και ακόμη κι όταν υπάρχει μια προσωρινή κρίση στις σχέσεις μας με τους πολίτες που ανήκουν στη Δημοκρατική Παράταξη, που ανήκουν στην Κεντροαριστερά, έχουμε τον τρόπο να συνεννοηθούμε και να φτιάξουμε τη σχέση αυτή. Γιατί το ΠΑΣΟΚ, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου είναι η δική σας και όχι μόνο η δική μας Παράταξη.
Είπε ο Δήμαρχος, ότι αναγκαστήκαμε να πάρουμε επώδυνα αλλά αναγκαία μέτρα για να βοηθήσουμε τη χώρα να σταθεί όρθια. Ναι, είναι η αλήθεια. Όμως η χώρα, η Ελλάδα είναι πρωτίστως οι Έλληνες, οι πολίτες. Μιλάμε συχνά στο όνομα του Έθνους, αλλά αυτός που δικαιούται να μιλήσει πρωτίστως στο όνομα του Έθνους είναι ο ίδιος ο λαός. Και εμείς θέλουμε πραγματικά να μας πει ο λαός ποια θέλει να είναι η πορεία του Έθνους, η πορεία της πατρίδας μας.
Όταν μιλάω όμως για λαό, για πολίτες, για κόσμο που έχει υποστεί θυσίες, περικοπές, για ανθρώπους που η καθημερινότητά τους έγινε πολύ δύσκολη, για εργαζόμενους που έχασαν τη δουλειά τους, για επιχειρηματίες που έκλεισαν την επιχείρησή τους, για νοικοκυριά που δεν μπορούν να πληρώσουν το στεγαστικό δάνειο, για παιδιά που σπούδασαν και δεν μπορούν να βρουν μια θέση κάτω από τον ήλιο της πατρίδας, θέλω να σας παρακαλέσω να έχουμε στο μυαλό μας και τις επόμενες γενιές, να έχουμε στο μυαλό μας όλη την εικόνα.
Γιατί χωρίς αμφιβολία σας πικράναμε, πικραθήκαμε κι εμείς γιατί με πολύ μεγάλο συναισθηματικό κόπο αναγκαστήκαμε να πάρουμε δύσκολες αποφάσεις. Το κάναμε έχοντας στο μυαλό μας ένα πολύ συγκεκριμένο δρόμο για τη χώρα, έχοντας στο μυαλό μας ένα πολύ συγκεκριμένο δρόμο για τους Έλληνες για να τους κάνουμε πιο ασφαλείς, πιο ευτυχισμένους.
Ποτέ δεν σκεφτήκαμε ότι ο δρόμος για τη σωτηρία της χώρας είναι να γίνουν οι Έλληνες ανασφαλείς, απογοητευμένοι και τελικά να οδηγηθούμε όλοι μαζί σε εσφαλμένες επιλογές, σε μια αθεράπευτη κρίση, στην έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην περιθωριοποίηση. Να κάνουμε τη χώρα μας Αλβανία όχι σημερινή ή του ’90 αλλά της δεκαετίας του ’80 και του ’70.
Ήταν δύσκολες οι επιλογές, πάρα πολύ δύσκολες. Και ο λαός άντεξε όσο άντεξε, τώρα είναι προφανές ότι έχει φτάσει στα όρια της αντοχής του, δεν μπορεί να δεχτεί άλλες θυσίες. Θέλει όμως να βρεθεί ένας τρόπος η Ελλάδα να είναι πάντα μια ευρωπαϊκή χώρα, μια χώρα με ευκαιρίες για τους πολίτες και ιδίως για τα παιδιά, να είναι μια χώρα ευνομούμενη, να είναι μια χώρα όπου λειτουργεί ένα κοινωνικό κράτος Δικαίου.
Δεν είναι εύκολο αυτό, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε. Και πολλές φορές καταλαβαίνω, το καταλαβαίνουμε όλοι μας, ότι έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη, όχι τόσο σε αυτά που λέμε, όσο στα πρόσωπα, τα δικά μας πρόσωπα, στο αν έχουμε την ικανότητα, τη βούληση, την αντοχή να κάνουμε αυτά που λέμε.
Σήμερα, που έχουμε πια μπει στην ευθεία προς τις εκλογές της 17ης Ιουνίου δεν θα ήθελα να μιλήσω ξανά για το παρελθόν, για το τι έγινε. Νομίζω το έχουμε καταλάβει πάρα πολύ καλά το τι και γιατί έγινε. Έχει μεγάλη σημασία να απαντήσουμε στα δυο μεγάλα ερωτήματα που απασχολούν όλους τους Έλληνες, όλες τις Ελληνίδες:
Το πρώτο ερώτημα είναι: στις 17 του Ιούνη θα υπάρχει Κυβέρνηση; Θα κυβερνηθεί ο τόπος; Θα υπάρξει πολιτική σταθερότητα που είναι η πρώτη προϋπόθεση για να γίνουν όλα τα άλλα; Γιατί αν δεν έχεις Κυβέρνηση, αν δεν έχεις την ικανότητα να πάρεις αποφάσεις, δεν μπορείς να οδηγήσεις το εθνικό σκάφος στην πορεία του. Ή θα έχουμε μια επανάληψη της κρίσης και του αδιεξόδου του Μαΐου;
Κάναμε μεγάλη προσπάθεια να υπάρξει και μετά τις εκλογές του Μαΐου Κυβέρνηση, εξαντλήσαμε την καλοπιστία μας, προτείναμε Κυβέρνηση εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή όλων των δυνάμεων που πιστεύουν στην Ευρώπη, ανεξάρτητα από το τι λένε για τη δανειακή σύμβαση και το περιβόητο Μνημόνιο. Όλων των δυνάμεων που θέλουν την Ελλάδα στο ευρώ, ισχυρή, σταθερή, προκειμένου να ξεπεράσουμε την κρίση και να κάνουμε μια πειστική, εθνική, διαπραγματευτική ομάδα με τους καλύτερους, τους ικανότερους και με την υποστήριξη όλων των πολιτικών δυνάμεων αυτού του προσανατολισμού. Και αριστερών και κεντροαριστερών και συντηρητικών να μπορέσουμε να κάνουμε ένα βήμα προς τα μπρος.
Δεχτήκαμε και την παραλλαγή της πρότασης αυτής για οικουμενική Κυβέρνηση, που ήταν στην ουσία ίδια με τη δική μας πρόταση. Δεν πετύχαμε το στόχο μας. Πήραμε την πρωτοβουλία να προτείνουμε να σχηματίσουν άλλα Κόμματα μια καθαρή Κυβέρνηση της Αριστεράς και να στηρίξουμε με ψήφο εμπιστοσύνης, ή ψήφο ανοχής το δικό τους κυβερνητικό σχήμα. Να δοκιμάσουν τις ιδέες τους, να δουν αν αυτά που λένε μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη. Και θέσαμε ένα μόνο όρο, ένα όριο: να μην θέσουμε σε κίνδυνο τις κατακτήσεις του ελληνικού λαού, να μην θέσουμε σε κίνδυνο τη συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρώ. Δηλαδή να μην απαξιώσουμε τις περιουσίες και τα εισοδήματα των Ελλήνων, να μην μηδενίσουμε τις προοπτικές που έχουν τα παιδιά μας. Δεν το δέχτηκαν κι αυτό.
Είχαν τα μάτια στραμμένα στις επόμενες εκλογές. Ήθελαν να βελτιώσουν το εκλογικό τους ποσοστό. Ένιωθαν ότι το ρεύμα της στιγμής αυτής τους ευνοεί, ήθελαν να καβαλήσουν πάνω στο κύμα, χωρίς να νοιάζονται για τις αντοχές του τόπου, για το τι συμβαίνει διεθνώς, για το αν χάνουμε χρόνο. Γιατί χάνουμε χρόνο. Κάθε μέρα που περνάει, είναι σε βάρος της οικονομίας, σε βάρος του άνεργου, του μικροεπαγγελματία, του αγρότη, του νέου, του επιστήμονα.
Φτάσαμε ξανά σε εκλογές. Και τώρα πάει να στηθεί ένα σκηνικό δήθεν πόλωσης, γιατί κάποιοι προφανώς δεν γνωρίζουν ούτε αριθμητική, ούτε ιστορία και νομίζουν ότι τα πράγματα έχουν μείνει όπως τα ξέραμε πριν από τις εκλογές του Μάη.
Τελείωσαν οι αυτοδύναμες Κυβερνήσεις και οι δυο πόλοι. Το πολιτικό σύστημα, είτε το θέλουμε, είτε όχι, είναι πια ένα πολύ-πολικό κομματικό σύστημα. Κανείς δεν μπορεί μόνος και για να το πω καθαρά, κανείς δεν μπορεί χωρίς το ΠΑΣΟΚ, χωρίς την δημοκρατική παράταξη, χωρίς την υπεύθυνη Κεντροαριστερά.
Σκεφθείτε τα δεδομένα και τους αριθμούς. Σκεφθείτε απλά, σκεφθείτε λογικά. Ο τόπος δεν κυβερνιέται στις 18 Ιουνίου χωρίς το ΠΑΣΟΚ. Και όταν λέω χωρίς το ΠΑΣΟΚ δεν εννοώ χωρίς τα γνωστά στελέχη του ΠΑΣΟΚ σε κυβερνητικές καρέκλες, γιατί αυτό δεν μας ενδιαφέρει καθόλου, δεν θα το δείτε.
Ο τόπος δεν κυβερνιέται στις 18 Ιουνίου χωρίς την πολιτική πρόταση, χωρίς την συγκεκριμένη πλατφόρμα που έχει καταθέσει το ΠΑΣΟΚ και στην Ελλάδα και διεθνώς. Η δική μας πολιτική είναι αυτή που μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση.
Άρα, όταν λέμε ότι η δική μας πρόταση είναι κυβέρνηση με κορμό την υπεύθυνη Κεντροαριστερά, εννοούμε ότι πέρα από τους βουλευτές που πρέπει να ψηφίζουν και τα στελέχη που πρέπει ν’ αναλάβουν το βάρος της διαχείρισης, σημασία έχει ποια πολιτική εφαρμόζεις. Και οι μόνοι που έχουμε προτείνει μια ολοκληρωμένη, υπεύθυνη, τεκμηριωμένη πολιτική είμαστε εμείς. Και δεν είναι τυχαίο ότι αυτή την πολιτική συζήτησα προχθές στο Παρίσι με τον Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ που με δική του πρωτοβουλία με κάλεσε για να ακούσει ποιες είναι οι προτάσεις μας και ποια είναι η δική μας εμπειρία από τη λειτουργία της Ευρωζώνης και του διεθνούς οικονομικού συστήματος.
Αυτή την πρόταση συζήτησα με τους ηγέτες όλων των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων στις Βρυξέλες. Και δεν είναι τυχαίο ότι το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, 27 σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, στηρίζουν την πρόταση αυτή, γιατί εμείς μπορούμε και να καταλάβουμε και να αξιοποιήσουμε τους νέους συσχετισμούς που μπορούν να διαμορφωθούν στην Ευρώπη. Εμείς μπορούμε να εκμεταλλευθούμε, να αξιοποιήσουμε το μεγάλο παράθυρο ευκαιρίας που έχει ανοίξει με την εκλογή του Φρανσουά Ολάντ στην Γαλλία, μια μεγάλη ισχυρή προοδευτική ευρωπαϊκή χώρα.
Φίλες και φίλοι, η δική μας απάντηση λοιπόν στο ερώτημα αν μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση και ποια κυβέρνηση είναι αυτή. Και αυτό σημαίνει διμέτωπο, πολυμέτωπο αγώνα, απέναντι σ’ όσους δεν έχουν να προτείνουν κάτι συγκεκριμένο και κάτι υπεύθυνο.
Νομίζουν ορισμένοι, όπως το νόμιζαν και πριν τις εκλογές του Μαΐου, ότι οι λύσεις είναι απλές: ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία θα αναλάβουν το βάρος της συγκυβέρνησης και της εφαρμογής του λεγόμενου μνημονίου. Δεν ήταν έτσι, το λέγαμε. Λέγαμε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν είναι δεδομένο. Δεν υπάρχει δεδομένη κυβέρνηση και δεδομένη πολιτική κατεύθυνση για την χώρα την επομένη των εκλογών. Κάποιοι δεν μας πίστευαν. Kακώς, αποδείχθηκε ότι λέγαμε την αλήθεια.
Στο όνομα της αλήθειας δίνουμε την μάχη. Γιατί φίλες και φίλοι, εμείς έχουμε μάθει πολύ καλά το μάθημα. Δεν μπορεί κανείς να λέει προεκλογικά ψέματα, γιατί τώρα όλα είναι “πληρωτέα άμα τη εμφανίσει”, την επομένη των εκλογών.
Άρα δεν είπαμε και δεν θα πούμε τίποτα που δεν μπορούμε να κάνουμε. Απέναντί μας λοιπόν έχουμε όχι ένα κεντροδεξιό μέτωπο, αλλά το μέτωπο της καθαρής και σκληρής δεξιάς, της “καραδεξιάς” όπως θα έλεγε ο φίλος μας ο Απόστολος Κακλαμάνης. Μια συσπείρωση ακραίων στην πλειοψηφία τους στοιχείων, που επανέρχονται στην κοίτη τους στο όνομα μιας μικροπαραταξιακής επιδίωξης.
Έχουμε απέναντί μας τον κ. Σαμαρά και το κόμμα του, που με άγχος προσπαθεί να λύσει προβλήματα εσωκομματικών συσχετισμών, χωρίς αυτοκριτική, χωρίς συνείδηση ευθύνης, για την κατάσταση στην οποία παρέδωσαν τη χώρα το 2009. Χωρίς συγκεκριμένη πρόταση, χωρίς αξιοπιστία στην Ευρώπη και μάλιστα χωρίς αξιοπιστία στις συντηρητικές, τις δεξιές κυβερνήσεις της Ευρώπης, που κυριαρχούν και απέναντι στις οποίες δίνουμε επί τόσο καιρό τον αγώνα με δυσμενείς συσχετισμούς.
Γιατί είναι ομογάλακτοι και ομόλογοι του κ. Σαμαρά οι περισσότεροι που κυβερνούν την Ευρώπη. Ανοίγουμε και μέτωπο απέναντι σε κάθε εκδοχή της δημαγωγίας, του λαϊκισμού, της ανευθυνότητας, είτε αυτή η εκδοχή είναι δεξιά, ή ακροδεξιά δυστυχώς, γιατί η ελληνική κοινωνία έδειξε υπερβολική ανοχή απέναντι στην ακροδεξιά, στον αυταρχισμό, στους φιλοναζιστές. Αλλά έχουμε και αριστερές κομμουνιστογενείς εκδοχές της δημαγωγίας και του λαϊκισμού.
Γιατί δεν είναι αριστερή και υπεύθυνη στάση να θέτεις την χώρα σε κίνδυνο, να δοκιμάζεις τα ακραία όρια της αντοχής της χώρας, ή να λες χωρίς ενδοιασμό, απροκάλυπτα ψέματα, να υπόσχεσαι εύκολους παραδείσους, όταν στο μυαλό σου δεν έχεις τίποτα άλλο από την ψήφο του πολίτη, προκειμένου μετά να κυβερνήσεις τον τόπο. Δηλαδή να νοιώσεις την απόλαυση μιας εξουσίας, όπως και να τύχει, όπως και να είναι, χωρίς να έχεις μια συγκροτημένη πολιτική, χωρίς να έχεις συνομιλητές, χωρίς να έχεις στην πραγματικότητα τίποτα συγκροτημένο στο μυαλό σου.
Ανοίγουμε λοιπόν διπλό μέτωπο και προβάλλουμε τη δική μας πρόταση, την δική μας λύση. Αν θέλουμε για την Ελλάδα προοπτική, ασφάλεια, χειρισμούς συγκροτημένους, μελετημένους και υπεύθυνους, αν θέλουμε μια πλατφόρμα ανάπτυξης, κοινωνικής δικαιοσύνης και δικαιοσύνης, αν θέλουμε συγκεκριμένα μέτρα για τον άνεργο, τον μικροεπαγγελματία, τον επιστήμονα, τότε η λύση είναι ισχυρό ΠΑΣΟΚ, εγγυητής της διακυβέρνησης. Ισχυρό ΠΑΣΟΚ για μια κυβέρνηση με προοδευτικό πρόσημο, με κορμό την υπεύθυνη Κεντροαριστερά.
Από σας, από μας θα δοθεί η λύση. Δεν θα περάσει η πλαστή η τεχνητή πόλωση. Το δεύτερο μεγάλο ερώτημα είναι: μια τέτοια κυβέρνηση για να κάνει τι; Είπαμε πολλά πράγματα πριν τις εκλογές του Μάη, αλλά ο θυμωμένος και οργισμένος πολίτης δεν μας άκουσε. Τώρα τα λέμε αυτά ακόμα πιο έντονα, τα έχουμε παρουσιάσει στο εξωτερικό, γιατί όσο οι άλλοι ασχολούνται μόνο με το κομματικό τους πρόβλημα, εμείς εξακολουθούμε ν’ ασχολούμαστε πρωτίστως με τη χώρα, τις αντοχές της, την προοπτική της.
Δεν έχει νόημα η συζήτηση για το εάν θα εφαρμοστεί ή θα καταγγελθεί η δανειακή σύμβαση. Πρόκειται για ένα ψεύτικο δίλημμα. Δεν έχει πραγματικά νόημα να απευθύνεσαι σε ένα λαό που σου λέει σε πλειοψηφία 85% «θέλω να είμαι στο ευρώ» αλλά και με ένα άλλο 85% «ότι δεν αντέχω πρόσθετα μέτρα που αφορούν το εισόδημά μου και τις συνθήκες της ζωής μου» και να τον ρωτάς τι θέλεις «ευρώ ή δραχμή»; Θέλει ευρώ. Αλλά θέλει ευρώ με έναν συγκεκριμένο τρόπο και δεν μπορούμε αυτό τον τρόπο να τον επιβάλουμε μόνοι μας. Μπορούμε και πρέπει να τον συμφωνήσουμε με τους εταίρους μας με επιτυχία.
Άρα αυτό που λέμε εμείς είναι, κρατάμε όλα τα θετικά της δανειακής σύμβασης και της συνεργασίας με την Ευρώπη και αλλάζουμε τα αρνητικά. Εδώ υπάρχουν δυο ερωτήματα, ποια είναι τα θετικά; Υπάρχουν θετικά; Πολλά θετικά.
Γιατί πήραμε 150 δισεκατομμύρια. Με τα 150 δισεκατομμύρια σώσαμε την χώρα ταμειακά, αν και δεν μου αρέσει η έκφραση «σώσαμε την χώρα» ταμειακά σταθήκαμε όρθιοι, πληρώσαμε μισθούς και συντάξεις, μείναμε μέσα στο ευρώ, μείναμε μέσα στην διεθνή οικονομία, έχουμε θέση στο τραπέζι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Και τώρα που αλλάζουν οι συσχετισμοί που υπάρχει προοπτική να αλλάξουν οι αντιλήψεις μπορούμε να συζητήσουμε, να παίξουμε ρόλο, να διαπραγματευτούμε. Και το κυριότερο, με αυτή τη συμφωνία και με αυτά τα λεφτά, βγάλαμε πάνω από τις πλάτες του ελληνικού λαού 106 δις χρέους, 50 μονάδες του ΑΕΠ, κάναμε τη μεγαλύτερη διαγραφή χρέους στην ιστορία της δυτικής οικονομίας.
Η Αργεντινή δεν ήταν τίποτε μπροστά στη διαγραφή χρέους που κάναμε στην Ελλάδα. Και το κάναμε αυτό «αναίμακτα», χωρίς να ανοίξει μύτη, το κάναμε χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η εθνική οικονομία, χωρίς να νιώσουν αρνητικές επιπτώσεις οι Έλληνες, χωρίς να κλείσουν οι Τράπεζες, χωρίς να διακοπεί το διεθνές εμπόριο, χωρίς να πάψουν οι εισαγωγές και οι εξαγωγές.
Πήραμε τα λεφτά αυτά και προστατεύσαμε τις καταθέσεις των Ελλήνων, την αποταμίευση, το κομπόδεμα, τον ιδρώτα, την ελπίδα που έχουν οι ηλικιωμένοι άνθρωποι για τον εαυτό τους και τα παιδιά τους. Γιατί αν δεν το είχαμε κάνει αυτό, θα είχαμε θέσει σε κίνδυνο, όχι τους τραπεζίτες τους μεγαλομετόχους, αλλά τις Τράπεζες ως καταθέσεις, τις Τράπεζες ως εθνικό πλούτο, ως περιουσία του ελληνικού λαού.
Και δεν μπορώ να ακούω λόγια εύκολα, δημαγωγικά, εκ των υστέρων, από τα αποδυτήρια για το επαχθές χρέος που έχει η Ελλάδα. Μα, διαγράψαμε ή δεν διαγράψαμε 50 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ χρέος; Πληρώνουμε ή δεν πληρώνουμε τα μικρότερα επιτόκια αυτή τη στιγμή στη νότια Ευρώπη; Πληρώνουμε επιτόκιο για τα νέα μας ομόλογα 2% όταν η Ιταλία και η Ισπανία πληρώνουν γύρω στο 6%. Μειώσαμε ή δεν μειώσαμε τους τόκους που πληρώνει κάθε χρόνο ο ελληνικός λαός; Άρα διευκολύναμε σημαντικά τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, αφήνοντας περιθώριο να καλύψουμε άλλες δαπάνες για νοσοκομεία, σχολεία, συντάξεις, μισθούς, ανάπτυξη.
Είναι μικρό όλο αυτό που έγινε; H είναι αδιάφορο να έχεις ένα πρόγραμμα διαρθρωτικών αλλαγών, που κάνει το δημόσιο τομέα μικρότερο, εξυπνότερο, φτηνότερο, φιλικότερο για τον πολίτη, που αλλάζει τη Δημόσια Διοίκηση, που κινητοποιεί τους ικανούς υπαλλήλους, τους έντιμους, που είναι η μεγάλη πλειοψηφία των δημοσίων υπαλλήλων και τους έχει στην υπηρεσία του ελληνικού λαού, στην υπηρεσία της ανάπτυξης. Και ανάπτυξη δεν είναι οι μεγαλοεπενδύσεις και οι μεγαλοεπενδυτές. Ανάπτυξη είναι η φυσιολογική λειτουργία της μικρής και πολύ μικρής επιχείρησης. Εκεί υπάρχει η απασχόληση, εκεί υπάρχει ο πλούτος, εκεί υπάρχει δουλειά.
Μπορεί κανείς να θέσει σε κίνδυνο αυτό το κεκτημένο; Είναι κανείς που δεν θέλει να σωθούν οι καταθέσεις; Είναι κανείς που δεν θέλει να πάρουμε λεφτά για να επιστρέψουμε το ΦΠΑ εκεί που το χρωστάει το Δημόσιο, σε χιλιάδες επιχειρήσεις; Είναι κανείς που δεν θέλει να πάρουμε τα λεφτά για να ρίξουμε ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, να καταπολεμήσουμε την ανεργία; Είναι κανείς που δεν θέλει να ξεμπλοκαριστούν μεγάλα έργα υποδομών, για να δουλέψουν υπερεργολάβοι, εργαζόμενοι στα εργοτάξια; Είναι κανείς που δεν θέλει να πάρουμε τα προγράμματα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου για την κατάρτιση των νέων ανέργων; Τη νεανική επιχειρηματικότητα; Την αυτεπιστασία των Δήμων; Την κοινωφελή εργασία; 120.000 θέσεις εργασίας είναι έτοιμες με τα λεφτά αυτά. 100.000 θέσεις εργασίας υπάρχουν στα έργα υποδομών. Σχεδόν το 1/5 της ανεργίας είναι αυτό και το έχουμε στα χέρια μας.
Υπάρχουν όμως και τα άλλα, τα πολλά που πρέπει να αλλάξουν. Πριν από τις εκλογές του Μαΐου μάλλιασε η γλώσσα μου να λέω ότι το κρίσιμο σημείο είναι να παραταθεί η περίοδος δημοσιονομικής προσαρμογής, πως έχουμε χρήματα από τη δανειακή σύμβαση να παρατείνουμε το χρόνο προσαρμογής για ένα τουλάχιστον έτος. Αυτό θα άπλωνε το πρόγραμμα, θα το έκανε πιο ήπιο, πιο φιλικό για τους πολίτες.
Είπαμε όχι νέοι φόροι, καμία περικοπή για χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους, καμία οριζόντια περικοπή σε μισθούς και συντάξεις. Αντιθέτως, είπαμε ποιους τέσσερις έκτακτους φόρους θα βγάλουμε. Είπαμε ότι θα καταργήσουμε την έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης, ότι το ειδικό τέλος ακινήτων, μέσω της ΔΕΗ, θα φύγει και θα δώσει τη θέση του στον ενιαίο φόρο ακίνητης περιουσίας. Ότι θα μειώσουμε τις ασφαλιστικές εισφορές 10% τουλάχιστον για να προσλαμβάνουν οι επιχειρήσεις εργαζόμενους, ή να κρατούν εργαζόμενους μέσης και μεγάλης ηλικίας.
Είπαμε ότι θα μειώσουμε τον ΦΠΑ όχι έτσι ρητορικά, αλλά συγκεκριμένα στον τουρισμό, στην εστίαση, στα αγροτικά εφόδια για να κινηθεί η παραγωγή. Δεν μας άκουσε ο λαός.
Τώρα τι κάνουμε στην πραγματικότητα; Λέμε πράγματα που δεν τα ξέραμε ή για τα οποία δεν αγωνιστήκαμε; Όχι φίλες και φίλοι, δώσαμε τον τελευταίο χρόνο -και τα έχω ζήσει αυτά προσωπικά όλη αυτή τη δραματική περίοδο από τότε που ανέλαβα υπό συνθήκες βαθιάς κρίσης και επικινδυνότητας Υπουργός Οικονομικών τον Ιούνιο του 2011- σκληρό αγώνα. Διαπραγματευτήκαμε σημείο – σημείο, η τρόικα έφυγε από το γραφείο μου γιατί δεν δέχτηκα περικοπές στα εισοδήματα, που τροφοδοτούν την ύφεση.
Με κόπο, με πολύ αγώνα, πήραμε το νέο πρόγραμμα το νέο δάνειο, το περιβόητο PSI. Τους πήραμε 30 δις για να μπορέσουμε να διαγράψουμε 106 δις χρέους. Μέσα από μια σκληρή μετωπική σύγκρουση, που θα ήταν καλό να έχει βιντεοσκοπηθεί για να τη βλέπει ο ελληνικός λαός, καταφέραμε να επιβάλλουμε τη συμμετοχή του ελληνικού Δημοσίου στις Τράπεζες, με κοινές μετοχές, με έλεγχο του μετοχικού κεφαλαίου, ενώ οι συνομιλητές μας από το εξωτερικό ήθελαν αυτό να γίνει με άλλο τρόπο, χωρίς να έχει το Δημόσιο στα χέρια του κοινές μετοχές με ψήφο.
Σύγκρουση μετωπική, με συμφέροντα. Με συμφέροντα, που έλεγαν στην τρόικα σε μυστικές συναντήσεις, αυτά που δεν τολμούσαν να πουν δημόσια στον ελληνικό λαό. Αυτά τα σημεία επαναφέρουμε. Γιατί τότε δεν μπορούσαμε να τα περάσουμε όλα. Τότε δεν είχαμε πάρει το δάνειο, τότε δεν είχαμε κάνει τη μείωση του χρέους, τη διαγραφή. Ήμασταν σε άλλο σημείο αυτής της δύσκολης ιστορικής διαδρομής.
Εμείς τους έχουμε πει ότι είναι τραγικό λάθος οτιδήποτε μειώνει ζήτηση, οτιδήποτε αυξάνει την ύφεση, οτιδήποτε τροφοδοτεί την ανεργία. Και έχουμε το πρόσωπο και τα επιχειρήματα να το πούμε, να το ξαναπούμε και να το πετύχουμε. Και γι’ αυτό μας καταλαβαίνουν οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές.
Λέμε λοιπόν: παράταση του χρόνου προσαρμογής για όσο γίνεται περισσότερο. Δυο, τρία χρόνια. Οι πρόσθετοι πόροι μπορούν να βρεθούν, είναι πολύ λίγοι οι πόροι αυτοί, μπροστά στο αποτέλεσμα που μπορούμε να πιάσουμε.
Και υπάρχουν έξι σημεία που «ακουμπάνε» πάνω στη παράταση του χρόνου προσαρμογής.
-Το πρώτο, το θεμελιώδες: δεν αντέχει ο ελληνικός λαός και δεν μπορούμε να δεχτούμε οποιαδήποτε περαιτέρω μείωση εισοδήματος μισθού ή σύνταξης, οτιδήποτε μειώνει τη ζήτηση.
-Το δεύτερο σημείο, αγορά εργασίας, συλλογική αυτονομία και συλλογικές συμβάσεις. Δώσαμε αγώνα για τις συλλογικές συμβάσεις και τον δώσαμε μαζί με τον Πρωθυπουργό, τον Λουκά Παπαδήμο και τον Γιώργο Κουτρουμάνη, τον τότε Υπουργό Εργασίας με έγγραφα, με γνωμοδοτήσεις, με επιχειρήματα.
Στην Ελλάδα πρέπει να ισχύει ό,τι ισχύει σε όλη την Ευρώπη, σε σχέση με τις συλλογικές συμβάσεις. Αλλά δεν θέλω κανένα μεγαλοεργοδότη και επιχειρηματία να κάνει τον έξυπνο, γιατί δεν υπάρχει κανένας νόμος που απαγορεύει σε οποιαδήποτε επιχείρηση θέλει να κρατήσει τους μισθούς στο παλιό τους επίπεδο, να τους κρατήσει.
Δεν υπάρχει κανένας που να απαγορεύει στους εκπρόσωπους ενός εργοδοτικού κλάδου να συνάψουν νέες κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις, με σεβασμό σε όλους τους όρους των προηγούμενων κλαδικών ή ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων. Και φυσικά όποιος εργοδότης θέλει μπορεί να συμπεριλάβει τους όρους αυτούς στην ατομική σύμβαση εργασίας. Αλλά ας πούμε την αλήθεια: το πρόβλημα δεν είναι οι συλλογικές συμβάσεις, το πρόβλημα είναι η πραγματικότητα της επιχείρησης και ιδίως της μικρής και πολύ μικρής επιχείρησης, όπου ο εργαζόμενος βλέπει την αγωνία του επιχειρηματία, πορεύεται δίπλα – δίπλα μ’ αυτόν και ξέρει αν υπάρχει τζίρος, αν υπάρχει αγορά, αν υπάρχει ταμείο, αν υπάρχει κεφάλαιο κίνησης, αν μπορεί να κρατηθεί θέση εργασίας ή εάν κινδυνεύει να χαθεί. Και εκεί τα θέματα δεν τα λύνεις με νόμους, ή με συμβάσεις συλλογικές, αλλά τα λύνεις μέσα από την αλλαγή του οικονομικού κλίματος με τον τρόπο που είπαμε.
-Το τρίτο σημείο είναι να πέσει χρήμα στην αγορά, γιατί χωρίς χρήμα στην αγορά δεν υπάρχει ανάπτυξη, δεν υπάρχει απασχόληση. Δεν είναι λόγια αυτά. Θέλει λεφτά, επενδύσεις, μέτρα. Πού θα βρούμε πενήντα δις για ρευστότητα και επενδύσεις; Από την δανειακή σύμβαση. Έχει κανένας άλλος να φέρει από αλλού, εάν καταγγείλουμε τη δανειακή σύμβαση, αν μας το πούνε; Πενήντα δις σημαίνει ότι μπορεί να κινηθεί η αγορά, να ζωντανέψουν κλάδοι. Η Δυτική Αθήνα ξέρει πώς εάν δεν έχεις κίνηση στην αγορά και επενδύσεις, θα έχεις ανεργία.
Πώς θα βρει ο μικροεπαγγελματίας το γκισέ της τράπεζας ανοιχτό, αν δεν υπάρχει χρήμα; Πώς θα βρεθεί το γκισέ της τράπεζας ανοιχτό να σου δώσει κεφάλαιο κίνησης, ή έστω, πώς θα βρεθεί το Ταμείο Ενίσχυσης Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης να σου δώσει κεφάλαιο κίνησης αν δεν πάρει από την δανειακή σύμβαση;
-Τέταρτο σημείο τα έργα υποδομής. Μπλοκαρισμένα επί χρόνια. Η ύφεση στην Ελλάδα είναι από το 2007 όταν όλοι κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου για την κρίση και ιδίως η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας του κ. Καραμανλή. Αν δεν ανοίξουν τα μεγάλα επενδυτικά προγράμματα δεν κινείται ο τροχός της ανάπτυξης στην εθνική οικονομία, στις τοπικές οικονομίες.
Επτά φορές πολλαπλασιάζεται η θετική επιρροή στην οικονομία μέσω των έργων υποδομής.
-Πέμπτο σημείο είναι η ευρωπαϊκή βοήθεια για την ανάπτυξη. Έχουμε ακούσει λόγια και ξανά λόγια και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Έχω πει και στον κ. Μπαρόζο και στον κ. Ρεν και στον Πρόεδρο Ολάντ τώρα, και στους ευρωπαίους σοσιαλιστές, τι συγκεκριμένο πρέπει να γίνει προκειμένου να ξεμπλοκαριστούν τα έργα και να πέσει χρήμα από τα χρήματα των διαρθρωτικών προγραμμάτων, των διαρθρωτικών ταμείων που είναι ονοματισμένα για την Ελλάδα. Αλλά θέλουμε άλλη αντίληψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
-Και έκτο σημείο το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, η ανεργία των νέων, αυτά που σας είπα για την κατάρτιση, την νεανική επιχειρηματικότητα, την αυτεπιστασία, την κοινωφελή εργασία.
Ποιος άλλος μιλάει κοιτώντας στα μάτια τον άνεργο; Ποιος άλλος τον σκέφτεται με συγκεκριμένα μέτρα; Ποιο είναι το συγκεκριμένο μέτρο; Να βρούμε δέκα δισεκατομμύρια για να δώσουμε επίδομα ανεργίας σε όλους τους μετανάστες στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος, της νομιμότητάς τους ή όχι; Είναι αυτό μια λύση ή λύση είναι να ρίξεις λεφτά στην οικονομία, να κινηθούν οι επενδύσεις, να δημιουργηθούν δουλειές; Να κινηθούν οι Δήμοι που έχουν τη δυνατότητα να πάρουν κόσμο αμέσως.
Ποιος άλλος πρότεινε καθολική υγειονομική κάλυψη ανεξαρτήτως ενσήμων και χρόνου ανεργίας; Ποιος άλλος πρότεινε τα μέτρα που έχουμε προτείνει εμείς για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά; Ξέρω ότι εδώ, στη Δυτική Αθήνα δυο είναι τα προβλήματα: Ανεργία. Kαι όλα αυτά που λέμε είναι για επενδύσεις απασχόληση, καταπολέμηση της ανεργίας, νεανική ανεργία και απασχόληση.
Το δεύτερο είναι η υπερχρέωση. Μα εμείς προτείναμε τον ακατάσχετο λογαριασμό για κάθε άτομο 1500 ευρώ για κάθε ζευγάρι 2000 ευρώ και την ένταξη των υπερχρεωμένων επαγγελματιών που έχουν ατομική επιχείρηση στο νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, έως 25.000 χρέος.
Εμείς προτείναμε ν’ αλλάξουν οι όροι του Τειρεσία, συγκεκριμένα, άμεσα γιατί οι τράπεζες περιέρχονται στον στρατηγικό έλεγχο του κράτους. Και εμείς προτείναμε την άμεση διευθέτηση των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων για να αναπνεύσει το νοικοκυριό, τώρα που βλέπει το εισόδημά του να μειώνεται ή έχει ένα ή δύο ή τρία άνεργα άτομα στην οικογένεια. Και το κάναμε αυτό για όσους έχουν πάρει δάνεια από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, επειδή εκεί μπορούσαμε να το ρυθμίσουμε με νόμο.
Επεκτείναμε την διάρκεια του κάθε στεγαστικού δανείου, μειώσαμε την δόση με όριο το 30% των μηνιαίων αποδοχών και προσπαθούμε να συγκρατήσουμε τα επιτόκια ή και να κεφαλαιοποιούμε τους τόκους των πρώτων δύσκολων χρόνων, των χρόνων της κρίσης. Και αυτό το μοντέλο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων έχουμε συνεννοηθεί με τις τράπεζες να το επεκτείνουμε παντού. Άλλωστε, τώρα οι τράπεζες που παίρνουν τα λεφτά από το δημόσιο για την προστασία τους, δηλαδή για την προστασία των καταθέσεων, έχουν κάθε λόγο να το κάνουν αυτό, γιατί το δάνειο θα είναι γραμμένο με ασφάλεια στα βιβλία τους. Αλλά το νοικοκυριό, ο οφειλέτης, ανακουφίζεται, με πολύ συγκεκριμένο και πρακτικό τρόπο για το εισόδημά του και δεν φοβάται μη χάσει το σπίτι του. Το σπίτι που μένει μια οικογένεια.
Αυτά όμως είναι εφικτά επειδή περάσαμε την έρημο, τον δύσκολο δρόμο. Η έρημος για μας δεν είναι η έρημος της πολιτικής ήττας και της μείωσης των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ. Η έρημος για μας ήταν αυτό που περάσαμε, όταν αναγκαστήκαμε να πάρουμε αποφάσεις που μας ξέκοβαν από τον κόσμο μας, που δημιούργησαν αυτή τη μεγάλη κοινωνική και πολιτική κρίση.
Τώρα μπορούμε να ξαναγνωριστούμε. Τώρα μπορούμε να ξανακοιταχτούμε και τώρα μπορούμε να φτιάξουμε μια νέα σχέση εμπιστοσύνης.
Γιατί δεν δίνουμε την μάχη μόνο για τις εκλογές στις 17 του Ιούνη. Δίνουμε παράλληλα και την μάχη για την αναγέννηση, την ανασύσταση της Δημοκρατικής Παράταξης, για το νέο ΠΑΣΟΚ της νέας εποχής. Το ΠΑΣΟΚ της κοινωνίας και όχι το ΠΑΣΟΚ των μηχανισμών και των βαριδίων.
Και σ’ αυτή την προσπάθεια θέλω να καλέσω και να παρακαλέσω τους προοδευτικούς δημοκράτες πολίτες της Δυτικής Αθήνας, εδώ από το Ίλιον να μπουν μπροστά, να είναι οι μπροστάρηδες, να είναι αυτοί που θ’ αλλάξουν τα δεδομένα και θα διαμορφώσουν μαζί μας την φυσιογνωμία του νέου ξανά μεγάλου ΠΑΣΟΚ.
Έχουμε διπλό αγώνα και θα πετύχουμε διπλή νίκη για την χώρα και για την Παράταξη.
Γεια σας και με την νίκη ».