16.05.2011 – Γ. Στουρνάρας: «Η διάσωση της ελληνικής οικονοµίας από την τρόικα και το δίχτυ ασφαλείας του ευρώ, περιόρισε τις επιπτώσεις της κατάρρευσης στο βιοτικό µας επίπεδο»

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ
Με τον Δημήτρη Μαρούλη

 

Την ανάγκη διαμόρφωσης της κατάλληλης «δομής διακυβέρνησης», σε συνδυασμό με τη λήψη πρόσφορων μέτρων στην κατεύθυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, με στόχο την έξοδο από την κρίση, υπογράμμισε ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ Γιάννης Στουρνάρας.Μιλώντας σε ημερίδα του ημερίδα του Ιδρύματος με θέμα «Οικονομική Κρίση και Διακυβέρνηση», ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι από το 2008 το ΙΟΒΕ είχε επισημάνει την έλλειψη βιωσιμότητας του ακολουθούμενου στη χώρα μας αναπτυξιακού προτύπου.

«Κοινός παρονομαστής των χαρακτηριστικών του τρέχοντος αναπτυξιακού προτύπου», τόνισε «είναι η άμεση και έμμεση διόγκωση ενός δημόσιου τομέα ισοπεδωτικού, με έλλειψη σχεδιασμού και προγραμματισμού, κανόνων διαφάνειας, μέτρησης αποτελεσμάτων, αξιοκρατίας, αριστείας, κινήτρων απόδοσης και δημιουργικότητας», υπογραμμίζοντας πως «το ∆ηµόσιο θα πρέπει να αποχωρήσει πλήρως από τοµείς και αγορές που λειτουργούν υπό καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισµού (πχ. τηλεπικοινωνίες, τράπεζες, ενέργεια, κ.ά.)».

Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή του ΙΟΒΕ «η διάσωση της ελληνικής οικονοµίας από την τρόικα και το δίχτυ ασφαλείας του ευρώ, περιόρισε τις επιπτώσεις αυτής της κατάρρευσης στο βιοτικό µας επίπεδο και προσφέρει την πολυτέλεια κάποιου χρόνου για να µετατρέψουµε αυτήν την κρίση σε ευκαιρία µε τη δηµιουργία του νέου, υγιούς και ανταγωνιστικού αναπτυξιακού προτύπου. Ο χρόνος όµως τρέχει, και πρέπει να βιαστούµε», ισχυρίστηκε, κρούοντας παράλληλα τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς, όπως είπε «ήδη παρατηρούνται καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις και σημαντικές αποκλίσεις στο δημοσιονομικό πρόγραμμα προσαρμογής».

Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του κ. Στουρνάρα, έχει ως εξής:

 

«Γιατί φτάσαµε εδώ; Γιατί δεν προχωρούµε αρκετά γρήγορα; Είµαστε καταδικασµένοι σε ένα φαύλο κύκλο υπερχρέωσης και στασιµότητας ή υπάρχουν προϋποθέσεις εξόδου; Πώς µπορούν να υλοποιηθούν οι προϋποθέσεις αυτές; Τι µαθήµατα αντλούµε από τα σφάλµατα του παρελθόντος ώστε να τα αποφύγουµε στο µέλλον;

 

Τα παραπάνω καυτά  ερωτήµατα ζητούν  άµεσα απαντήσεις.  Η  σηµερινή µας ηµερίδα µε τους σηµαντικούς καλεσµένους µας ελπίζουµε να µας διαφωτίσει.

 

Ο τίτλος της ηµερίδας είναι ”Η κρίση και το πρόβληµα της διακυβέρνησης στην ελληνική κοινωνία”. Από τον τίτλο προκύπτει ότι το Ίδρυµά µας , το ΙΟΒΕ, δεν είναι ικανοποιηµένο από τις αυστηρά οικονοµολογικές αναλύσεις και τις αντίστοιχες προτάσεις εξόδου από την κρίση. Ψάχνει βαθύτερα, στην πολιτική οικονοµία της κρίσης, και θέτει πρόβληµα ”δοµής διακυβέρνησης” της  κοινωνίας. Είναι άλλωστε γνωστό ότι η Ελλάδα κατατάσσεται αρκετά χαµηλά στους διεθνείς δείκτες αποτελεσµατικότητας των θεσµών και ακόµη χαµηλότερα στους διεθνείς δείκτες κοινωνικού κεφαλαίου (social capital) και κοινωνικής εµπιστοσύνης (social trust).

 

Με τον όρο ”δοµή διακυβέρνησης” εννοούµε το πολιτικό σύστηµα, τους θεσµούς της κοινωνίας των πολιτών, τη ∆ηµόσια ∆ιοίκηση, τον Τύπο, τα Εργατικά Συνδικάτα, τη ∆ικαιοσύνη, την Παιδεία, το σύστηµα κοινωνικών αξιών και νοοτροπίας.

 

Πώς η ”δοµή διακυβέρνησης” συνέβαλε στην κρίση; Μπορεί η κρίση να συµβάλει στην αλλαγή αυτής της δοµής; Απαντήσεις σ’ αυτό το δίπολο ερωτηµάτων θα ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστικές, διδακτικές και κοινωνικά χρήσιµες.

 

Το ΙΟΒΕ, εδώ και αρκετά χρόνια, διερευνά τις αναξιοποίητες αναπτυξιακές δυνατότητες   της ελληνικής οικονοµίας, οι οποίες, αν   υλοποιηθούν, θα µπορούσαν αφενός να συµβάλουν στην έξοδο της από την κρίση και αφετέρου σε υψηλότερους ρυθµούς οικονοµικής ανάπτυξης.

 

Η σηµερινή ηµερίδα εστιάζει στο πρόβληµα της δοµής της διακυβέρνησης ως εµπόδιο για την υλοποίηση πολλών αναξιοποίητων δυνατοτήτων της ελληνικής οικονοµίας. Θεωρήσαµε όµως σκόπιµο, πριν εισέλθουµε στο κυρίως θέµα της ηµερίδας, να κάνουµε ειδική αναφορά σ’ αυτές τις αναξιοποίητες δυνατότητες.

 

Το ΙΟΒΕ, εδώ και αρκετά χρόνια, έχει επισηµάνει την ύπαρξη πολλών αναπτυξιακών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονοµίας και έχει αποδείξει ότι αν αυτές υλοποιηθούν, θα µπορούσαν αφενός να συµβάλουν στην έξοδο της από την κρίση και αφετέρου σε υψηλότερους ρυθµούς οικονοµικής ανάπτυξης.

 

Περίπου τρία χρόνια πριν, το 2008, το ΙΟΒΕ παρουσίασε τις θέσεις του για την έλλειψη βιωσιµότητας του ακολουθούµενου στη χώρα µας αναπτυξιακού προτύπου. Σκιαγράφησε επίσης το πώς πρέπει να είναι το νέο αναπτυξιακό πρότυπο που θα πάρει τη θέση του τρέχοντος, το οποίο χαρακτηρίζεται: Πρώτον, από υπερκατανάλωση (93% του ΑΕΠ), και εποµένως από ανεπαρκή εθνική αποταµίευση (7% του ΑΕΠ) σε σχέση µε τις απαιτούµενες παραγωγικές επενδύσεις για τη διατήρηση της ανάπτυξης.

∆εύτερον, από µια σειρά στρεβλώσεων και αντικινήτρων που διόγκωσαν το σχετικό κόστος της εγχώριας παραγωγής, εκτοξεύοντας το έλλειµµα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο 15% του ΑΕΠ το 2008, το υψηλότερο στον ΟΟΣΑ.

 

Κοινός παρονοµαστής και των δύο χαρακτηριστικών του τρέχοντος αναπτυξιακού προτύπου είναι η άµεση και έµµεση διόγκωση ενός δηµόσιου τοµέα ισοπεδωτικού, µε έλλειψη σχεδιασµού και προγραµµατισµού, κανόνων διαφάνειας, µέτρησης αποτελεσµάτων, αξιοκρατίας, αριστείας, κινήτρων απόδοσης και δηµιουργικότητας. Αυτός ο αναποτελεσµατικός δηµόσιος τοµέας θέτει τα µεγαλύτερα εµπόδια στην υγιή επιχειρηµατικότητα και τις επενδύσεις και στραγγαλίζει, σε καθηµερινή βάση, τον υγιή ιδιωτικό τοµέα της οικονοµίας. Βεβαίως, µέρος του ιδιωτικού τοµέα πάσχει από εσωστρέφεια, έλλειψη επαρκούς καινοτοµικής προσπάθειας, και, σε πολλές περιπτώσεις, επιβιώνει χάριν της κρατικής δίαιτας.

 

Ο δηµοσιονοµικός εκτροχιασµός το 2008 και το 2009, σε συνδυασµό µε τη διεθνή κρίση που κορυφώθηκε µε τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, επέφερε την κατάρρευση του τρέχοντος αναπτυξιακού προτύπου ταχύτερα απ’ ότι αναµενόταν. Η διάσωση της ελληνικής οικονοµίας από την τρόικα και το δίχτυ ασφαλείας του ευρώ, περιόρισε τις επιπτώσεις αυτής της κατάρρευσης στο βιοτικό µας επίπεδο και προσφέρει την πολυτέλεια κάποιου χρόνου για να µετατρέψουµε αυτήν την κρίση σε ευκαιρία µε τη δηµιουργία του νέου, υγιούς και ανταγωνιστικού αναπτυξιακού προτύπου. Ενός προτύπου που θα στηρίζεται λιγότερο στην κατανάλωση και περισσότερο στις ιδιωτικές επενδύσεις και τις εξαγωγές. Ο χρόνος όµως τρέχει, και πρέπει να βιαστούµε. Ήδη παρατηρούνται καθυστερήσεις στις µεταρρυθµίσεις και σηµαντικές αποκλίσεις στο δηµοσιονοµικό πρόγραµµα προσαρµογής.

 

Για να επιτύχουµε, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο απαιτείται η κατάλληλη ”δοµή διακυβέρνησης”. Αυτό το θέµα θα µας απασχολήσει στη σηµερινή ηµερίδα. Θα ήθελα όµως να προτρέξω λίγο και να πω ότι κατ’ ελάχιστον απαιτείται οικονοµική φιλοσοφία απαλλαγµένη πρώτον, από τα στοιχεία του νοσηρού κρατισµού, ο οποίος αναπτύχθηκε κυρίως στα χρόνια της µεταπολίτευσης, και δεύτερον από τη νοοτροπία και την πρακτική ουσιαστικής συνδιοίκησης µε τα συνδικάτα που εµποδίζουν µια ρεαλιστική αποτίµηση της κατάστασης και τη λήψη των πλέον πρόσφορων µέτρων, σε δύο κυρίως κατευθύνσεις:

Πρώτον, στην κατεύθυνση της απαραίτητης δηµοσιονοµικής προσαρµογής.

∆εύτερον, στην κατεύθυνση εφαρµογής µιας σειράς από µεταρρυθµίσεις οι οποίες θα µπορούσαν να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονοµίας και να ενισχύσουν τις επενδύσεις. Οι µεταρρυθµίσεις αυτές αφορούν:

 

➢ Την απελευθέρωση  περίπου εβδοµήντα  επαγγελµάτων          και την ενίσχυση του ανταγωνισµού στις αγορές.

➢ Την ενίσχυση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας

➢ Την    ενίσχυση των θεσµών (µε κυρίαρχη προτεραιότητα          στη δικαιοσύνη) και τη βελτίωση της δοµής του ίδιου του          κράτους

➢ Την ενίσχυση του ”τριγώνου της γνώσης”

➢ Την άρση περισσότερων των εκατό εµποδίων                                (αντικινήτρων) στην επιχειρηµατικότητα και τις                              επενδύσεις.

 

Το πλήθος των περιορισµών στην αγορά υπηρεσιών (επαγγέλµατα) και γενικά στους κλάδους των µη εµπορεύσιµων αγαθών και υπηρεσιών καθώς και στην αγορά εργασίας, όπως και τα αναρίθµητα εµπόδια στην επιχειρηµατικότητα και τις επενδύσεις, καθιστούν την Ελλάδα τη χώρα µε το πλέον ασφυκτικό ρυθµιστικό πλαίσιο στις αγορές µεταξύ των χωρών µελών του ΟΟΣΑ, ενώ οι επιδόσεις της στο τρίγωνο της γνώσης την κατατάσσουν στις τελευταίες θέσεις της σχετικής κλίµακας του ίδιου διεθνούς Οργανισµού. Ως γνωστόν, η Ελλάδα κατατάσσεται το 2011 στη 109η θέση µεταξύ των 183 χωρών του κόσµου στην Έκθεση «Doing Business» (Ευκολία Επιχειρηµατικότητας) της World Bank (∆ιεθνής Τράπεζα), δηλαδή δώδεκα θέσεις χειρότερα απ’ ότι το 2010. Τα κριτήρια κατάταξης αυτής της Έκθεσης αναφέρονται στο βαθµό ευκολίας αδειοδότησης, εγκατάστασης, απόκτησης και χρήσης µεταφορικών µέσων, εκτελωνισµού προϊόντων, επέκτασης και εκσυγχρονισµού βιοµηχανιών- αποθηκών, εκκαθάρισης κλπ.

 

Η άρση των αντικινήτρων και ο εξορθολογισµός του ρυθµιστικού πλαισίου των αγορών θα µπορούσαν να βελτιώσουν το επιχειρηµατικό περιβάλλον και να λειτουργήσουν καταλυτικά στην πραγµατοποίηση σηµαντικών επενδύσεων τα επόµενα τρία κρίσιµα χρόνια, ενδεικτικά στους εξής τοµείς: Οδικοί άξονες, λιµάνια, µαρίνες, αεροδρόµια, ξενοδοχεία, λοιπές τουριστικές εγκαταστάσεις, ανανεώσιµες πηγές ενέργειας, συµβατικές πηγές ενέργειας, ενεργειακά δίκτυα, ορυκτό πλούτο, τηλεπικοινωνίες. Σύµφωνα µε εκτιµήσεις, οι επενδύσεις αυτές µπορεί να φτάσουν τα 60 δισ. ευρώ. Αυτό όµως επίσης προϋποθέτει πρακτική και, κυρίως, νοοτροπία “fast track” από τις αρχές, σε συνδυασµό µε πιο ευέλικτη χρήση των συµβάσεων παραχώρησης, ιδιωτικοποιήσεις ευρέως φάσµατος, την αξιοποίηση της συγκριτικά (µε τις λοιπές χώρες-µέλη της Ευρωζώνης) µεγάλης ακίνητης κρατικής περιουσίας χρησιµοποιώντας διαφορετικά κατά περίπτωση εργαλεία, την ανακατανοµή του Προγράµµατος ∆ηµοσίων Επενδύσεων (Π∆Ε) προς τα πλέον ώριµα έργα, παράλληλα µε χρονική ανακατανοµή της κοινοτικής συγχρηµατοδότησής του προς τα εµπρός δεδοµένου µάλιστα ότι τα κοινοτικά κονδύλια -ΕΣΠΑ- προς απορρόφηση ξεπερνούν το 7% του ΑΕΠ.

 

Τόσο βραχυπρόθεσµα όσο και µακροπρόθεσµα, οι επενδύσεις, (δηµόσιες και ιδιωτικές) και οι εξαγωγές µπορούν να γίνουν το αναπτυξιακό αντίβαρο στη µείωση της κατανάλωσης, δηµόσιας και ιδιωτικής, που αναπόφευκτα προκαλείται από τη δηµοσιονοµική προσαρµογή. Οι ιδιωτικές επενδύσεις όµως, για να υλοποιηθούν, απαιτούν, καθ’ υπέρβαση όλων των αντικινήτρων που προαναφέρθηκαν:

 

α) Την άµεση θέσπιση γενικών πολεοδοµικών και περιβαλλοντικών κανονισµών για τους όρους και τις προϋποθέσεις χωροθέτησης επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων µε ισχύ στο σύνολο της χώρας, τη συγχώνευση των ειδικών χωροθετικών αδειών σε µια ενιαία περιβαλλοντική άδεια, και τη θέσπιση αποκλειστικών προθεσµιών για τη χορήγηση των αιτουµένων αδειών και εγκρίσεων, µετά την άπρακτη πάροδο των οποίων να θεωρούνται σιωπηρώς εκδοθείσες.

 

β) Πολύ πιο ευέλικτη χρήση των συµβάσεων παραχώρησης, π.χ.  µε χρονική επέκταση των υπαρχουσών συµβάσεων, µε τη δυνατότητα να µπορούν να χρησιµοποιηθούν οι υποχρεώσεις του ∆ηµοσίου προς κατασκευαστικές εταιρείες ως τίµηµα για την απαίτηση νέων παραχωρήσεων, µε την κατάργηση έργων µικρής αποτελεσµατικότητας και την ενίσχυση άλλων, κ.λ.π.

 

γ) Την εισαγωγή συστηµάτων ανταγωνισµού σε τοµείς που δεν έχουν ακόµα απελευθερωθεί, όπως η παροχή υπηρεσιών από ιδιωτικές επιχειρήσεις µε συµβάσεις παραχώρησης και µε υπεργολαβίες εκτέλεσης συγκεκριµένου µεταφορικού έργου (ενδεικτικά, στις  αστικές συγκοινωνίες και το σιδηρόδροµο). Πρέπει να σηµειωθεί ότι στον τοµέα των µεταφορών το ελληνικό δηµόσιο διατηρεί την απόλυτη κυριαρχία, αποθαρρύνοντας έτσι την είσοδο ιδιωτών και την πραγµατοποίηση επενδύσεων, σε αντίθεση µε δοκιµασµένες λύσεις που εφαρµόζονται σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πλαίσιο της βέλτιστης (µακροχρονίως) αρχιτεκτονικής των αγορών, το ∆ηµόσιο θα πρέπει να αποχωρήσει πλήρως από τοµείς και αγορές που λειτουργούν υπό καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισµού (πχ. τηλεπικοινωνίες, τράπεζες, ενέργεια, κ.ά.).

 

Γενικώς, ο δηµόσιος τοµέας διαδραµατίζει σηµαντικό ρόλο στη διαδικασία εξόδου από την κρίση και µετάβασης στο νέο αναπτυξιακό πρότυπο. Οι µεταρρυθµίσεις στο σύστηµα Υγείας, στην Παιδεία, στη ∆ικαιοσύνη, στις Μεταφορές, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, οι ιδιωτικοποιήσεις, δεν αποβλέπουν µόνο στην εξοικονόµηση πόρων αλλά και στην ενίσχυση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Σε ορισµένους τοµείς κρίσιµους για την ανάπτυξη, οι αλλαγές πρέπει να είναι αποφασιστικές και να µην σταµατούν από το φόβο του πολιτικού κόστους. Αν κατεστηµένα συνδικαλιστικά και λοιπά συµφέροντα εµποδίζουν τις µεταρρυθµίσεις, υπάρχει λύση: Η δηµιουργία ιδιωτικών, ανταγωνιστικών δοµών. Για παράδειγµα, η λειτουργία της προβλήτας του λιµανιού του Πειραιά από την COSCO αύξησε ήδη σηµαντικά τη συνολική αποδοτικότητα του λιµανιού προς όφελος της εθνικής οικονοµίας.

 

Ώθηση στις επενδύσεις µπορεί να προέλθει συµπληρωµατικώς και από την κινητοποίηση του ειδικού αναπτυξιακού µηχανισµού που έχει στη διάθεσή του το Υπουργείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, δηλαδή το νέο αναπτυξιακό νόµο, το Εθνικό Ταµείο για την Επιχειρηµατικότητα και την Ανάπτυξη (Ε.Τ.Ε.ΑΝ.) και το σχέδιο για τη στήριξη της νεανικής επιχειρηµατικότητας. Η ώθηση αυτή όµως είναι οριακή µπροστά στα οφέλη από την άρση των περιορισµών και των αντικινήτρων που προαναφέρθηκαν.

 

Για την αποτίµηση αυτών ακριβώς των ωφελειών χρησιµοποιήσαµε στο ΙΟΒΕ µια εκδοχή δυο χωρών του πολυεθνικού υποδείγµατος GIMF του IMF, και διαµετρώντας το για την Ελλάδα και την Ευρωζώνη, υπολογίσαµε τα εξής:

 

α. Κυρίως ως αποτέλεσµα του περιοριστικού ρυθµιστικού  πλαισίου  και  των ποικίλων αντικινήτρων, το µέσο περιθώριο κέρδους στον τοµέα των µη εµπορεύσιµων προϊόντων και υπηρεσιών στην Ελλάδα είναι 15% υψηλότερο του αντίστοιχου περιθωρίου στην Ευρωζώνη ενώ στην αγορά εργασίας είναι 10% υψηλότερο.

 

β. Η σύγκλιση του µέσου περιθωρίου κέρδους της Ελλάδας στον τοµέα  των µη εµπορεύσιµων αγαθών και υπηρεσιών αλλά και στην αγορά εργασίας µε αυτό της Ευρωζώνης θα έχει, µεσο-µακροπρόθεσµα, ως αποτέλεσµα:

➢Αύξηση του ΑΕΠ κατά 17,0%

➢Αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 15,5,%

➢Αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 19,5%

➢Αύξηση της απασχόλησης κατά 5,0%

➢Αύξηση των εξαγωγών κατά 10,5%

➢Αύξηση των εισαγωγών κατά 8,5%

 

γ. Το 80% των παραπάνω αυξήσεων οφείλεται στην απελευθέρωση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών και το 20% στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας.

 

Τα αποτελέσµατα που προαναφέρθηκαν δεν πρέπει να προκαλούν έκπληξη, δεδοµένων των αναρίθµητων ρυθµιστικών περιορισµών που εµποδίζουν τη λειτουργία του ανταγωνισµού στην Ελλάδα. Παραπλήσια αποτελέσµατα αναφέρει ο ΟΟΣΑ τόσο για την Ελλάδα, όσο και για χώρες µε παρόµοια εµπόδια στον ανταγωνισµό (π.χ. Μεξικό). Τα αποτελέσµατα αυτά δείχνουν το µέγεθος της ευκαιρίας που έχει η Ελλάδα να βελτιώσει µέσω της ενίσχυσης του ανταγωνισµού (πτώση τιµών – άνοδος παραγωγικότητας) την ανταγωνιστικότητα  των  εγχωρίως  παραγοµένων  αγαθών  και  υπηρεσιών  µε µόνιµο και βιώσιµο τρόπο. Τα αποτελέσµατα αυτά παρέχουν µάλιστα ένα ατράνταχτο επιχείρηµα κατά των απόψεων εκείνων που θεωρούν ότι η ύπαρξη του ευρώ είναι αυτή που εµποδίζει την Ελλάδα να υποτιµήσει το νόµισµά της και να βελτιώσει έτσι την ανταγωνιστικότητά της, προκειµένου να βγει από την «παγίδα του χρέους», και εισηγούνται την έξοδό της από αυτό. Σε συνδυασµό µάλιστα µε την ύπαρξη σηµαντικής κινητής και ακίνητης περιουσίας του δηµόσιου τοµέα, η έξοδος της Ελλάδας από την παγίδα του χρέους είναι δυνατή, αρκεί η προσπάθεια να είναι συστηµατική, συνεχής και συντεταγµένη.

 

Ο βαθµός ευελιξίας της αγοράς εργασίας, π.χ. η αντικατάσταση κλαδικών συµβάσεων από επιχειρησιακές, και η συµπεριφορά των κοινωνικών εταίρων θα καθορίσουν σε σηµαντικό βαθµό αν η νοµοτελειακή µετάβαση στο νέο αναπτυξιακό πρότυπο, που υποδεικνύει τη µετακίνηση του 10%-15% περίπου του εργατικού δυναµικού από κλάδους που παράγουν µη εµπορεύσιµα αγαθά και υπηρεσίες σε κλάδους που παράγουν κυρίως εξαγώγιµα προϊόντα αλλά και υποκατάστατα των εισαγωγών, θα γίνει όπως µπορεί και πρέπει να γίνει οµαλά ή θα συνοδευτεί από αύξηση της ανεργίας. Υποδείγµατα όπως το Γερµανικό Kurzarbeit ή αυτό του συνδυασµού ”ευελιξίας και ασφάλειας”  (flexicurity) των Σκανδιναβικών χωρών δείχνουν το δρόµο της συντεταγµένης και οµαλής προσαρµογής.

 

Τέλος, η ενίσχυση του τριγώνου της γνώσης και ιδιαίτερα της καινοτοµικής προσπάθειας απαιτεί: (α) συντονισµό δηµόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων µε πανεπιστήµια (ιδιαιτέρως µε τα µεταπτυχιακά τµήµατα) και ερευνητικά κέντρα, (β) προσανατολισµό της εφαρµοσµένης έρευνας προς το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας (βιολογικές καλλιέργειες, γεωπονική, τεχνολογίες πράσινης ενέργειας, ορυκτός πλούτος, διαχείριση υδάτινων πόρων, αφαλάτωση θαλασσινού νερού, διαχείριση απορριµµάτων, ψηφιακή τεχνολογία, τηλεπικοινωνίες, δηµόσια υγεία, τεχνολογία τροφίµων, εφαρµοσµένη οικονοµική και   κοινωνική   έρευνα,   έρευνα   πολιτιστικής   κληρονοµιάς),   (γ) κατάλληλη «δικτύωση» της ερευνητικής και επιχειρηµατικής κοινότητας, (δ) ενίσχυση των συνθηκών ανταγωνισµού και της υγιούς επιχειρηµατικότητας αντί για προσπάθεια δηµιουργίας «εθνικών πρωταθλητών», (ε) εισαγωγή της καινοτοµίας (τεχνολογικής και µη) σε κάθε πτυχή της δραστηριότητας κάθε ιδιωτικής και δηµόσιας  επιχείρησης:  στο  management,  στην  έρευνα  και  ανάπτυξη  νέων προϊόντων και υπηρεσιών ανταγωνιστικών στην αγορά (εγχώρια και διεθνή), στη βελτίωση των δεξιοτήτων των εργαζοµένων στις επενδύσεις σε νέα συστήµατα παραγωγής, διανοµής και λειτουργίας.

 

Έχουν εκφραστεί επιφυλάξεις για το κατά πόσον ή σε ποίο βαθµό η υλοποίηση των παραπάνω είναι δυνατόν να επιτευχθεί αν δεν εγκαθιδρυθεί µια ”δοµή διακυβέρνησης” διαφορετική από τη σηµερινή. Το ενδιαφέρον όλων µας επικεντρώνεται ασφαλώς στο χώρο της Ελλάδας. Τα στοιχεία αυτής της διακυβέρνησης αναζητούµε µέσω της σηµερινής ηµερίδας. Θα ήταν όµως ευπρόσδεκτες επισηµάνσεις που αφορούν τη ”δοµή της διακυβέρνησης” στην Ευρωζώνη. ∆ιότι το πρόβληµα δεν είναι µόνο της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας. Είναι γενικότερο πρόβληµα της Ευρωζώνης, στο βαθµό που αυτή παραµένει µια νοµισµατική ένωση µε κάποια ελάχιστα στοιχεία οικονοµικής/δηµοσιονοµικής ένωσης τα οποία, πρέπει να παραδεχτούµε, ενισχύθηκαν στις δυο τελευταίες Συνόδους Κορυφής. Ενισχύθηκαν όµως επαρκώς;».

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *